- αγέραστος
- -η, -οαυτός που δε γερνά, που μένει ακμαίος: Μόλο που 'χε περάσει τα ογδόντα έμενε αγέραστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀγέραστος — without a gift of honour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέραστος — (I) και αγήραστος, η, ο αυτός που δεν γερνάει, ο πάντα ακμαίος, θαλερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γεράζω. ΠΑΡ. αγερασιά]. (II) ἀγέραστος, ον (Α) αυτός που δεν τού δόθηκε τιμητικό δώρο, ο αβράβευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γέρας] … Dictionary of Greek
ἀγέραστον — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem acc sg ἀγέραστος without a gift of honour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεράστοις — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεράστους — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγεράστῳ — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέραστα — ἀγέραστος without a gift of honour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέραστοι — ἀγέραστος without a gift of honour masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβασίλευτος — η, ο (Α ἀβασίλευτος, ον) [βασιλεύω] αυτός που δεν κυβερνιέται, δεν εξουσιάζεται από βασιλιά. Ειδικότερα στη Νεοελληνική, ο όρος «αβασίλευτη δημοκρατία» δηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο ανώτατος άρχων δεν είναι κληρονομικός αλλά… … Dictionary of Greek
αγήραστος — η, ο ο αγέραστος* … Dictionary of Greek